- ἱππάδα
- ἱππάςa riding-dressfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱππάδ' — ἱππάδα , ἱππάς a riding dress fem acc sg ἱππάδι , ἱππάς a riding dress fem dat sg ἱππάδε , ἱππάς a riding dress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EQUES — nomen dignitatis, apud Romanos, Exactis enim urbe Regibus, in tres ordines populus Romanus distributus est: Senatorium, Equestrem et Popularem. Liv. l. 26. Consensum Senatus Equester ordo sequutus est, Equestris ordinis plebs. Auson. Edyll. XI.… … Hofmann J. Lexicon universale
ιππάς — ἱππάς, άδος, ἡ (Α) [ίππος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.) 2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.) 3. ο φόρος στον οποίο … Dictionary of Greek
στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή … Dictionary of Greek